- υποκενώ
- -όω, Α [κενῶ]1. καθαρίζω με κένωση («τὴν κοιλίην ὑποκενώσαντα χειρουργίῃ χρῆσθαι», Ιπποκρ.)2. εκβάλλω με κένωση («ὑποκενωθείη ἡ κόπρος», Ιπποκρ.)3.υποσκάπτω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποκένῳ — ὑπόκενος somewhat hollow masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)